Dictionary of Greek. 2013.
εὐνήτης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐνήτριαν — εὐνήτης fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευνάτας — εὐνάτας, ὁ, θηλ. εὐνάτρια (Α) δωρ. τ. τού ευνήτης* … Dictionary of Greek